Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

Χώρες υποδοχής ή αποθήκες ψυχών;




γράφει η Ζώγια Καλούδη

Ορμώμενοι από τις τραγικές διαστάσεις που έχει πάρει στις μέρες μας το φαινόμενο της μετανάστευσης και της προσφυγικής κρίσης, θα ήταν ωφέλιμο να εξετάσουμε τα βαθύτερα αίτια αυτού καθώς και τις συνέπειες που έχει στις χώρες υποδοχής. Άλλωστε, οι έννοιες του μετανάστη και του πρόσφυγα είναι αλληλένδετες και επομένως τα αίτια είναι κοινά και στις δύο περιπτώσεις. Χιλιάδες κόσμου συρρέουν στα σύνορα για ένα καλύτερο αύριο. Τι τους ωθεί όμως να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να ξενιτευτούν; Μια συνισταμένη παραγόντων είναι αυτή που τις περισσότερες φορές βρίσκεται πίσω από τα μεταναστευτικά-προσφυγικά ρεύματα. Πρώτα και κύρια η ανέχεια, η φτώχεια, αναγκάζουν τον άνθρωπο να καταφύγει σε οποιαδήποτε λύση για να εξασφαλίσει τον βιοπορισμό του με όποιο κόστος κι αν αυτή συνεπάγεται. Οι άνθρωποι ξεκινούν με την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, εγκαταλείπουν τη θαλπωρή του σπιτικού τους και μεταναστεύουν σε μια χώρα με περισσότερες δυνατότητες εξέλιξης. Αυτό είναι ένα από τα πλεονεκτήματα των ανεπτυγμένων χωρών και παράλληλα κινητοποιεί πολλούς ανθρώπους να επιδιώξουν την ευημερία σε μια χώρα με ευνοϊκές συνθήκες για την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Επιπλέον, η μετακίνηση αυτή μπορεί να υπαγορεύεται όχι από την επιδίωξη της ευημερίας, αλλά της προστασίας της ίδιας της ζωής του ατόμου. Με άλλα λόγια, ο πόλεμος πολλές φορές εξαναγκάζει τους ανθρώπους να φύγουν για να προστατέψουν το θεμελιώδες δικαίωμά τους στην ζωή. Ακόμη και στην εποχή μας, εξακολουθεί να προκαλεί μετακίνηση τεράστιων πληθυσμών η λαχτάρα να ξεφύγουν από την φρίκη του πολέμου. Εξαιτίας του πολέμου καταστρέφονται όλες οι υποδομές, καταλύεται η δημοκρατία, επικρατεί η βία και η αδικία· αυτό έχει ως αποτέλεσμα να έχουν ολοένα και περισσότερους λόγους οι άνθρωποι να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη σε κάποιο μέρος όπου επικρατεί η ειρήνη και η ευημερία, όπου οι φρικαλεότητες του πολέμου δεν είναι παρά ένας μακρινός εφιάλτης.


Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν προσδοκίες και όνειρα για τον τόπο μετεγκατάστασής τους, ωστόσο οι χώρες που καλούνται να αφομοιώσουν τόσο μεγάλα τμήματα πληθυσμών αντιμετωπίζουν μια πληθώρα προβλημάτων προκειμένου όλοι αυτοί να μπορέσουν να ενταχθούν στην κοινωνία αρμονικά και να χτίσουν τις ζωές του από το μηδέν. Το πρώτο λειτουργικό πρόβλημα που παρουσιάζεται είναι η αύξηση της ανεργίας, καθώς η αγορά εργασίας δεν μπορεί να προσφέρει θέσεις σε όλους, ούτε είναι προετοιμασμένη να απορροφήσει ένα κύμα από φτηνό εργατικό δυναμικό. Από τα παραπάνω απορρέει και η εκμετάλλευση της απόγνωσης αυτών των ανθρώπων, που εργάζονται κάτω από άθλιες συνθήκες, χωρίς τα θεμελιώδη εργατικά δικαιώματα. Αναγκάζονται να προσφέρουν τις ίδιες υπηρεσίες με ισχνά ανταλλάγματα, καθώς προσπαθούν να εξασφαλίσουν τον επιούσιο και, κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες αυτές υποτιμούνται, αφού υπάρχουν άτομα πρόθυμα να τις προσφέρουν με ελάχιστα χρήματα. Όμως τα φαινόμενα παθογένειας δεν περιορίζονται μόνο στην εκμετάλλευση, αλλά επεκτείνονται και στην έξαρση του φαινομένου του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Αυτό εκπορεύεται από την εντύπωση των ντόπιων ότι απειλούνται και αντικαθίστανται από τους νεοφερμένους.

Τελικά παρατηρούμε ότι μια πληθώρα παραγόντων ωθούν τους ανθρώπους, κυρίως όσους αντιμετωπίζουν δυσχέρειες, φτώχεια και πόλεμο, να διψούν για καλύτερη διαβίωση και περισσότερες δυνατότητες βελτίωσης του βιοτικού τους επιπέδου. Έτσι λοιπόν μετεγκαθίστανται σε χώρες που παρέχουν τα παραπάνω πλεονεκτήματα και οι οποίες ωστόσο αντιμετωπίζουν και κάποια προβλήματα που συνεπάγονται τα ρεύματα μετανάστευσης, όπως οικονομικά (ανεργία) αλλά και κοινωνικά ( ρατσισμό, ξενοφοβία).